Ο David λέει πως δεν είδε τίποτα από τον αγώνα. Το πλήθος κινήθηκε και μαζί και αυτός. Βρέθηκε να κοιτάζει προς την κερκίδα και όχι προς τον αγωνιστικό χώρο. Μπορούσε να δει ανθρώπους όπως τον Paul και τον αδελφό του που προσπαθούσαν να τους σώσουν τραβώντας τους στο πάνω διάζωμα.
Σε εκείνο το σημείο ήταν που η ζωή του άρχισε να περνά από μπροστά του.
Όλα άρχισαν να εμφανίζονται σε αργή κίνηση. Μόλις ένα χρόνο νωρίτερα είχε γίνει πατέρας ενός αγοριού.
«Σκεφτόμουν…’σκ@τ@ δεν πρόκειται να δω το παιδί μου να μεγαλώνει’. Σκεφτόμουν τη γυναίκα μου. Είχα κάνει κάποια διαθήκη; Σκεφτόμουν…’Χριστέ μου, πως θα τα βγάλει πέρα;’.»
Ο John Mulhaney ήταν ένας από τους οπαδούς, που το πλήθος τον ‘μετέφερε’ κυριολεκτικά με την πίεση του, μέσα από το τούνελ στην θύρα. Μέσα στον πανικό είχε χωρίσει από τον πεθερό του τον William, «ένας μεγάλος, σκληρός άντρας, με ύψος 1.90», του οποίου οι συμβουλές ηχούσαν ακόμα στα αυτιά του John, λίγο έξω από τα σημεία εισόδου, «Πρέπει να την κάνουμε από δω.»
Αυτά γίνονταν λίγο πριν η αστυνομία ανοίξει τις πόρτες με το πλήθος να παρασύρει μικρόσωμους ανθρώπους όπως ο John στην κατεύθυνση των κεντρικών θυρών, είτε το ήθελε είτε όχι.
«Στο τούνελ, ο ήχος ήταν τρομερός- άνθρωποι έπεφταν κάτω. Πολλοί ούρλιαζαν.»
Οι θύρες 3 και 4 ήταν οι κεντρικές στην Leppings Lane και ο John ‘μεταφέρθηκε’ αριστερά στην θύρα 4. «Ήταν σαν να βρισκόσουν στον ωκεανό. Τη μια στιγμή βρισκόσουν εδώ και την επόμενη αλλού» λέει.
Υπάρχει μια πολύ γνωστή φωτογραφία που δείχνει δύο κορίτσια να συντρίβονται στον φράχτη της κερκίδας. Ο John βρισκόταν ακριβώς πίσω τους. Δεν σκόπευε να βρεθεί εκεί αλλά εκεί τον οδήγησε το πλήθος. Κοίταξε τον ουρανό και του φάνηκε υπέροχος. Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να μάθει- όταν του το εξήγησαν, πως εκείνη τη στιγμή έχανε τις αισθήσεις του. Ξαφνικά τινάχτηκε. Άρχισε να αναπνέει.
Κάπως βρήκε τη δύναμη να σκαρφαλώσει στον φράχτη. Νόμιζε πως είχε ελευθερωθεί αλλά ένας αστυνομικός τον έσπρωχνε πίσω.
Η πράξη αυτή του αστυνομικού τον ανάγκασε να ζήσει ακόμα πιο τρομακτικές σκηνές, όπως όταν στεκόταν σε κάτι μαλακό όχι στερεό όπως το τσιμέντο.
«Ήταν ένα νεκρό σώμα. Σκεφτόμουν πως δεν είχα άλλη επιλογή. Είναι όμως κάτι που δεν το ξεπερνάς ποτέ» λέει.
Ο Martin Roberts ζει και αυτός με το ίδιο συναίσθημα ενοχής.
Λίγο πριν το εναρκτήριο λάκτισμα, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κινήσει τα χέρια του πάνω από το στήθος. Άρχισε να λιποθυμά και να ταλαντεύεται. Κάποιος τον άρπαξε. Μετά ένα διαχωριστικό υποχώρησε και αυτός έφυγε μαζί του. Προσπαθώντας να επιστρέψει προς τα πάνω, σκαρφάλωνε πάνω σε ανθρώπους. Πάνω σε γυναίκες και παιδιά.
«Η δυσωδία ήταν ανυπόφορη. Τα πρόσωπα των πεσμένων ανθρώπων είχαν παραμορφωθεί. Η μυρωδιά αυτή δεν με έχει αφήσει ποτέ» λέει.
Από τη θέση του, ο Richard Wilson μπορούσε να δει την ένταση να ανεβαίνει στα χαμηλότερα σημεία της θύρας. Εξακολουθεί να είναι ένας δυνατός, ‘χτισμένος’ άντρας που τότε ζύγιζε περίπου 100 κιλά. Υπάρχουν πράγματα που εύχεται να μπορούσε να προσπαθήσει να τα κάνει και να βοηθήσει ανθρώπους, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί, όσο κι αν το πάλεψε. Σε μια στρατιωτική αποστολή στο Belize είχε βιώσει την εμπειρία της πίεσης που άσκησε ένα φίδι στο λαιμό του.
«Ήταν σαν να σε είχε αγκαλιάσει ένα ανακόντα» λέει για την τραγικό τρόπο με τον οποίο πέθαναν τόσοι άνθρωποι στο Hillsborough.
Ο Richard είχε ήδη ένα εισιτήριο από την μεριά των οπαδών της Forest αλλά πήγε από την πλευρά της Leppings Lane για να δει αν μπορούσε να αγοράσει ένα ώστε να παρακολουθήσει τον αγώνα με τους οπαδούς των Κόκκινων.
Συνεχίζεται…