Πριν να τελειώσει τη συνέντευξη του στον Dominic King, o Steven Gerrard κάνει ήδη τα σχέδια του για την επόμενη.
Θέλει να κάνει μια ειλικρινή τοποθέτηση στις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο να παίζεις και να είσαι manager- τι κερδίζεις και τι χάνεις, αλλά για να το κάνει κατάλληλα ,πρέπει να συμβεί κάτι εξαιρετικό.
«Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας κάποια άλλη φορά» λέει.
«Αυτό όμως που με ρώτησες τώρα… Δεν μπορώ να απαντήσω αυτή τη στιγμή. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να προσπαθήσω μια μέρα.»
Αυτή ήταν και η μοναδική στιγμή στα 30 λεπτά που διήρκεσε η συνέντευξη, που ο Gerrard, δεν μπόρεσε να απαντήσει.
Ο Gerrard συναντήθηκε με τον Dominic King στο Merseyside, σε μια από τις σπάνιες φορές που είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του ως manager της Rangers.
Του δόθηκε η ευκαιρία να αναπολήσει το παρελθόν, και να συζητήσει για την ταινία –αυτοβιογραφική, Make Us Dream, που βγαίνει αυτή την περίοδο στους κινηματογράφους.
O τίτλος της ταινίας είναι απόλυτα πετυχημένος. Στην διάρκεια 104 λεπτών, «χαρτογραφεί» την πορεία του ψιλόλιγνου αγοριού που έγινε το έμβλημα μιας ομάδας και μιας πόλης, ο dream maker της Liverpool.
Οι καλές στιγμές της καριέρας του τονίζονται με την απαραίτητη χρυσόσκονη της δόξας, αλλά το ίδιο καλά επισημαίνονται και οι άσχημες στιγμές, και στη συνέντευξη του ο Gerrard,αναφέρεται σε αυτές όπως δεν συνέβη ποτέ στο παρελθόν.
Όπως για παράδειγμα ο αγώνας εναντίον της Chelsea τον Απρίλιο του 2014, ο πιο καθοριστικός αγώνας της Liverpool, τότε, για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, στον οποίον το μοιραίο γλίστρημα του Gerrard έδωσε την ευκαιρία στον Demba Ba να σκοράρει.
Σ’ εκείνον τον αγώνα, ο Gerrard είχε χρειασθεί να κάνει ένεση για να παίξει- λόγω προβλήματος που είχε στην πλάτη του, και φυσικά είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί τη συμμετοχή του στον αγώνα.
«Δεν νομίζω ότι αποτελεί δικαιολογία» λέει. «Αυτό που συνέβη οφείλεται σε μια πραγματικά άτυχη στιγμή, αλλά όταν γράφεις ένα βιβλίο ή κάνεις μια ταινία, ειδικά με ανθρώπους που κέρδισαν Oscars , και έκαναν ταινίες όπως η Amy(Winehouse) και η Senna, οφείλεις να είσαι ειλικρινής και ανοιχτός.»
Η ειλικρίνεια δεν υπήρξε ποτέ θέμα για τον Gerrard. Ως παίκτης ήταν πάντα ένα ανοιχτό βιβλίο και κανένας δεν χρειαζόταν πτυχίο στην ψυχολογία του σώματος για να καταλάβει πότε τα πράγματα πήγαιναν καλά ή άσχημα στον κόσμο του. Μπορούσες να δεις τις στιγμές αυτές, πάντα, σκαλισμένες, σε κάθε ρυτίδα του προσώπου του.
«Κοιτώντας πίσω, δεν νομίζω ότι κατάφερα να το κρύψω καλά ε;” λέει χαμογελώντας.
«Αλλά έτσι είμαι εγώ. Μπορούσες να δεις την αγνή έκσταση, όταν ζούσα το όνειρο. Στις άσχημες στιγμές όμως δεν μπορούσα να πάρω την έκφραση του poker face. Ποτέ δεν μπόρεσα.»
Μήπως όμως θα χρειαζόταν τώρα που είναι manager να κρύβει τα συναισθήματα του;
To παρελθόν ήταν το δόλωμα για τη συνέντευξη, αλλά το παρόν και το μέλλον διαγράφονται το ίδιο ενδιαφέροντα, και οι απόψεις του για το πώς έχει αλλάξει η ζωή του οπότε αλλάζει και ο ίδιος ως άνθρωπος , δείχνουν συναρπαστικές.
Υπάρχουν βέβαια περίοδοι, αν και δεν μπορεί να ξεχάσει εκείνη τη ‘φρικτή στιγμή΄ στο Los Angeles στις 24 Νοεμβρίου 2016 που το σώμα του δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αθλήματος, που θα το λάτρευε πραγματικά να συμμετέχει σε έναν αγώνα γεμάτο ένταση είτε για τη Liverpool είτε για την Εθνική Αγγλίας.
Το management όμως προσφέρει νέες προκλήσεις γι αυτόν, και γι αυτό αποδέχθηκε πριν από έξι μήνες την πρόσκληση της Rangers, για να ξεκινήσει έτσι μια νέα φάση στη ζωή του. Ως τώρα τα πήγε πολύ καλά, με την νίκη της ομάδας του με 7-1 επί της Motherwell , να αποτελεί το πιο εμφατικό σημείο της επιτυχίας του στη Σκωτία ως τώρα.
«Γνωρίζω ότι πρέπει να ελέγχω πολύ περισσότερο πλέον τα συναισθήματα μου» λέει. «Δεν πρόκειται πια για μένα. Η πρόκληση είναι να μπορέσω να χρησιμοποιήσω το ταξίδι μου και τις εμπειρίες μου για να βοηθήσω την ομάδα μου ως σύνολο.
Αργά, αρχίζει να πατά τα πόδια του στη γη, βάζοντας αποστάσεις ανάμεσα σε αυτόν και στους παίκτες του, και αυτό αποτελεί μεγάλη διαφορά για τον ίδιο, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποτε ήταν η κεντρική φιγούρα στα αποδυτήρια.
Ουσιαστικά σταμάτησε να σκέφτεται ως παίκτης, την πρώτη μέρα της προετοιμασίας της ομάδας του ,τον Ιούνιο, όταν μίλησε για πρώτη φορά στους παίκτες του.
«Αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό από το να έχεις ένα γκρουπ από παιδιά μπροστά σου, όπως συνέβη την προηγούμενη χρονιά» λέει ο Gerrard, ο οποίος την προηγούμενη σαιζόν ήταν ο προπονητής της Under 18 ομάδας της Liverpool.
«Σε χτυπάει κατευθείαν στο πρόσωπο, το μέγεθος της δουλειάς, όταν έχεις 25 τύπους να κοιτάνε κατευθείαν σε σένα, περιμένοντας να ακούσουν την κάθε λέξη που θα βγει από το στόμα σου. Εκτός κάμερας η κουβέντα είναι ειλικρινής και απότομη. Ποτέ δεν είχα καμιά βοήθεια όσο αφορά τις δημόσιες ομιλίες μου.»
«Η μόνη εμπειρία που είχα, ήταν ως αρχηγός της Liverpool. Δεν έπαιρνα ποτέ υπόψη μου συμβουλές γιατί ήθελα να είμαι αυθεντικός και πραγματικός.»
«Δεν θέλω κάποιος να με αλλάξει σε ένα πρόσωπο δημοσίων σχέσεων, που θα λέει μεγάλες κουβέντες και θα προσπαθεί να κοροιδεύει τους ανθρώπους. Είμαι ένας Scouser και μάλιστα από περιοχή με δημοτικά σπίτια και διαμερίσματα. Δεν θέλω να το χάσω ποτέ αυτό. Αυτός είναι ο λόγος που είχα αυτό το ταξίδι που είχα ως παίκτης και αυτός είναι επίσης ο λόγος που κατέληξα στη Rangers.»
Θα μπορούσε άραγε να εξισώσει αυτό το συναίσθημα- της πρώτης φοράς ως manager, με εκείνο της πρόσκλησης του Gerard Houllier στην πρώτη ομάδα της Liverpool για να κάνει την πρώτη του από τις συνολικά 710 εμφανίσεις με την Κόκκινη φανέλα;
«Πολύ παρόμοιο» λέει κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. «Με όρους χτύπων της καρδιάς, την έκρηξη της αδρεναλίνης. Υπάρχει πίεση. Υπάρχει ευθύνη. Αλλά όταν σταμάτησα να παίζω εμφανίστηκε ένα κενό στη ζωή μου.»
«Ποτέ δεν ένιωσα όμως ότι είχα μια άνετη, εύκολη ζωή. Υπάρχει χρόνος γι αυτό. Όταν νιώθω ότι μπορώ να βοηθήσω άλλους παίκτες- όταν υπάρχουν ακόμα ευκαιρίες να νιώσω αυτό το συναίσθημα- θα δέχομαι πάντα τις προκλήσεις. Θα δώσω τον καλύτερο εαυτό μου.»
Δεν είναι ο μόνος. Ο τρόπος με τον οποίο αλλάζει το ποδόσφαιρο, είναι τέτοιος ,που αρκετοί παίκτες με ένδοξη καριέρα αναλαμβάνουν πια τις θέσεις των managers στα αποδυτήρια, σε όλη την Ευρώπη,, όπως οι Thierry Henry, Frank Lambard,Ryan Giggs και John Terry.
«Δεν έχω παρά μόνο σεβασμό για τους ανθρώπους που θέλουν να το προσπαθήσουν.» λέει. Θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε άλλο θα ήθελαν, εύκολα ,αλλά είναι ποδοσφαιράνθρωποι.. Αγάπησαν τις καριέρες τους όπως εγώ τη δική μου.»
«Από όταν άφησα το σχολείο στα 16, η ζωή μου υπήρξε μόνο το ποδόσφαιρο. Θέλω να δουλέψω και έχει να κάνει πάντα με αυτό το συναίσθημα του αγώνα το Σαββατοκύριακο. Δεν ξέρω πως θα τελειώσει αυτό το ταξίδι, αλλά ελπίζω να είναι καλό.»
Προσπαθεί πάντως και κάνει οτιδήποτε για να το πετύχει αυτό. Μετακόμισε στη Γλασκώβη, κοντά στο προπονητικό κέντρο της Rangers, το Murray Park. Η μέρα του ξεκινά στις 8 το πρωί και τελειώνει στις 6 το απόγευμα, όταν και επιστρέφει στο σπίτι του, για να ξοδέψει το βράδυ στο laptop του προετοιμαζόμενος.
Έφυγαν πια οι μέρες που μπορούσε να χαλαρώσει παίζοντας μπιλιάρδο, , γκολφ ή επιτραπέζιο τένις.
Πήρε επίσης συνειδητά την απόφαση να αποτραβηχτεί από τα social media και ειδικά από το Instagram.
«Επιθυμώ να σέβομαι τους ανθρώπους και τη δουλειά μου.» εξηγεί.
«Είμαι ευγνώμων για τους ανθρώπους που με ακολουθούν, αλλά με τον δέοντα σεβασμό, είμαι πολυάσχολος. Έχω τέσσερα παιδιά και μια απαιτητική δουλειά. Κάθε λεπτό μετράει.»
«Καταλαβαίνω τον σύγχρονο παίκτη. Τους βλέπω στα αποδυτήρια. Οι πιο νέοι είναι μανιακοί με τα social media και ανυπομονούν για το επόμενο έγχρωμο ζευγάρι παπουτσιών που θα πάρουν. Το ποδόσφαιρο εξελίσσεται. Αν θέλεις να συμμετέχεις πρέπει να επιταχύνεις μαζί με αυτό.»
«Είμαι ανοιχτός σε οτιδήποτε αρκεί οι άνθρωποι να διατηρούν τα στάνταρ τους και να κάνουν ότι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν. Δεν με πειράζει αν ένας παίκτης φορά ροζ παπούτσια ή έχει γραμμές στα μαλλιά του, αρκεί να δίνει κάθε Σαββατοκύριακο ένα 8 ή 9 με άριστα το 10.»
Προφανώς απολαμβάνει τη ζωή του στη Rangers. Έζησε κάποιες εξαιρετικές στιγμές όπως το μεγαλύτερο σερί αήττητο στην ιστορία της ομάδας του στην Ευρώπη, αλλά υπήρξαν και απογοητεύσεις όπως η ήττα στον ημιτελικό του Κυπέλλου Σκωτίας από την Aberdeen.
H επόμενη ερώτηση είναι πως συγκρίνει αυτά τα δύο.
Αγαπούσε να κερδίζει και μισούσε να χάνει, οπότε ποιο νομίζει ότι είναι καλύτερο τώρα που δεν μπορεί να επηρεάσει με φυσικό τρόπο το αποτέλεσμα ενός αγώνα;
Είναι καλύτερα να παίζεις ή να είσαι ο manager;
«Κερδίζοντας ως παίκτης είναι φανταστικό, κερδίζοντας ως manager υπάρχει μεγάλος θόρυβος. Η ήττα; Δεν υπάρχει διαφορά στο πόσο πληγώνεσαι. Κερδίζοντας ένα τρόπαιο ως παίκτης; Αυτό είναι σπέσιαλ, εκπληκτικό. Θα το αγαπούσα να ζήσω την εμπειρία αυτή και ως manager. Αυτό είναι το μόνο που θέλω.»