Μπορεί να απέχουμε έναν μήνα από την επίσημη έναρξη της μεταγραφικής περιόδου, όμως σχεδόν όλες οι ομάδες έχουν ξεκινήσει τον μεταγραφικό σχεδιασμό και κάνουν ήδη τις απαραίτητες κινήσεις, ενώ καθημερινά βομβαρδιζόμαστε με αρκετά δημοσιεύματα για πιθανές μεταγραφές. Η (καλή) μέρα από το πρωί φαίνεται, λένε, και ήδη το πρώτο ποσό που έσκασε προκαλεί ίλιγγο. Ο λόγος για την μεταγραφή του Bernardo Silva από την Monaco στην Manchester City, με την τελευταία να βγάζει από τα ταμεία της το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 70 εκατομμυρίων ευρώ. Και το πρωί έδειξε πως η μέρα θα είναι σίγουρα καυτή. Και όπου πρωί, βάλτε μεταγραφικό παζάρι.
Επιτρέψτε μου την έκφραση «μεταγραφικό παζάρι» αντί για «μεταγραφική περίοδος». Διότι μόνο με παζάρι μοιάζει πια το καλοκαίρι για τις ομάδες, όπου ο καθένας βάζει την δική του ταμπέλα στο προς πώληση αντικείμενο και διαπραγματεύεται με αυτή, ακόμα κι αν είναι υπερβολική, ενώ ο αγοραστής το δέχεται ή πολύ συχνά αυξάνει την τιμή αγοράς, όταν υπάρχουν κι άλλοι πρόθυμοι αγοραστές, με αποτέλεσμα η υπεραξία να καλπάζει. Πλέον οι ομάδες πωλούν με βάση όχι την αξία ή και το κόστος του παίκτη όσο βρισκόταν στην ομάδα, αλλά με βάση την αξία που θα έχει ο παίκτης τα επόμενα χρόνια, δηλαδή όσα θα μπορούσαν να αποκομίσουν από τον παίκτη αν συνέχιζε μαζί τους. Κανείς δεν πωλείται για όσα αξίζει ή για όσα κόστισε, αλλά για όσα θα αξίζει/κοστίζει στο μέλλον. Είναι η υπεραξία που εκτοξεύει τα ποσά σε δυσθεώρητα ύψη. Ωστόσο, εκτός από την υπερτίμηση του παίκτη, τα υψηλά ποσά μπορεί να υπάγονται στην υπεραξία απόκτησης, η οποία οφείλεται στην φήμη και στην πελατεία. Και όπου φήμη σημαίνει selling club (βλέπε Porto, Benfica, Monaco κ.τ.λ) και όπου πελατεία ίσον μεγάλοι σύλλογοι.
Κατά κύριο λόγο, οι αγγλικές ομάδες, με τα υπέρογκα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα (προβλέπονται 6,5-7 δις μόνο από τα εντός συνόρων τηλεοπτικά δικαιώματα την τριετία 2016-19) και το εξαιρετικό μάρκετινγκ, έχουν τρελά ποσά για ξόδεμα. Σύμφωνα με τον δρόμο τους, «Their Way», την τελευταία χρονιά υπήρξαν 20 μεταγραφές άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ και 15 άνω των 30 εκατομμυρίων έκαστος, ενώ εφτά ομάδες ξόδεψαν πάνω από 70 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περισσότερα από την κατά τ’ άλλα πλούσια Bayern. Όλα αυτά, ενώ η City ξόδεψε ήδη 70 εκατομμύρια για τον Bernardo Silva, ανοίγοντας τον χορό για φέτος. Εκτίμησή μου είναι πως πως περσινό ρεκόρ των 1,384 δις ευρώ στο μεταγραφικό παζάρι δύσκολα θα αντέξει φέτος…
Σε αντίθεση με τις αγγλικές ομάδες που κάθε χρόνο τα σκάνε χοντρά – ιδίως οι ομάδες στην πρώτη εξάδα του βαθμολογικού πίνακα – έρχεται η Liverpool με το ρεκόρ μεταγραφής παίκτη στην ιστορία της να φτάνει τα 35 εκατομμύρια λίρες – και να αποτυγχάνει παταγωδώς. Ο λόγος για τον Andy Carroll – και το μεγαλύτερο ποσό που ξόδεψε για μεταγραφές σε μία χρονιά μαζί με τις πωλήσεις να φτάνει τις 41 εκατομμύρια λίρες, την σεζόν 2012-13, δηλαδή τα μισά από όσα ξόδεψε η City κατά μέσο όρο τα τελευταία πέντε χρόνια και 30 εκατομμύρια λιγότερα από το αντίστοιχο ποσό της United. Η Liverpool, που το αντίστοιχο ποσό για να τελευταία πέντε χρόνια φτάνει τις 24 εκατομμύρια λίρες, είναι το ένα δεύτερο από όσα ξόδεψε κατά μέσο η Arsenal αυτό την πενταετία. Αυτή η Liverpool, που ποτέ δεν ξόδεψε καράβια με χρήματα, και μάλιστα πέρυσι εμφάνισε έσοδα από τις μεταγραφές, καλείται φέτος να κάνει την υπέρβαση στο μεταγραφικό παζάρι. Ή μήπως δεν είναι υπέρβαση;
Η απόφαση έχει παρθεί από την διοίκηση. Η Liverpool είναι έτοιμη να ξοδέψει το μεγαλύτερο ποσό για μεταγραφές στην ιστορία της, μαζί με τις πωλήσεις, το οποίο θα φτάνει τα 120-130 εκατομμύρια λίρες, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Η αλήθεια είναι πως φαίνονται αρκετά. Μέχρι που σημερινά δημοσιεύματα αναφέρουν πως η RB Leipsig δεν καίγεται να πουλήσει τον Keita και αξιώνει ένα ποσό της τάξης των 50 εκατομμυρίων λιρών. Το παραπάνω νέο με έβαλε σε σκέψεις. Η Leipsig δεν έχει ανάγκη από χρήματα· έχει αρκετά. Φήμη ως σύλλογος έχει, μετά την κατάληψη της δεύτερης θέσης, αν αναλογιστεί κανείς πως είχε τον χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας στην Bundesliga. Και η Liverpool ως πιθανός πελάτης έχει φήμη. Αν υπολογιστεί η εξαιρετική χρόνια του παίκτη (μπήκε στην ενδεκάδα της χρονιάς της Bundesliga) με το νεαρό της ηλικίας του, κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει υπερτίμηση του ενεργητικού του παίκτη. Σας θυμίζει κάτι;
Είναι η υπεραξία. Και η Liverpool, καλώς ή κακώς, καλείται να προσαρμοστεί σε αυτή την νέα τάξη πραγμάτων. Το «Their Way» έχει γίνει η συντριπτική πλειοψηφία κι εμείς κινδυνεύουμε να χαθούμε κάτω από το βάρος της υπεραξίας και της δύσκολης χρονιάς που έρχεται με την συμμετοχή στην Ευρώπη. Οπότε, ναι, πρέπει να ακολουθήσουμε τον δρόμο τους, αφού έτσι γίνεται πια. Όμως οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί. Η υπεραξία είναι μια μεγάλη κοτρώνα. Αν την αφήσεις να κρέμεται από πάνω σου θα σε πλακώσει, κι αν δεθείς μαζί της, μπορεί να σε βουλιάξει. Η διοίκηση όλα αυτά αυτά τα χρόνια κρατούσε μια ισορροπία. Ήρθε η ώρα να αφήσει το σκοινί. Φαντάζει επικίνδυνο, όμως για πρώτη φορά μετά από χρόνια η ομάδα έχει στο τιμόνι της έναν άνθρωπο που είναι τρομερός στην δουλειά του. Αν υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να διαχειριστεί κατάλληλα αυτά τα χρήματα, αυτός είναι ο Jurgen Klopp. Κι εμείς τον εμπιστευόμαστε.
Παρ’όλα αυτά, τα ποσά που ξοδεύουν οι αντίπαλοί μας είναι τρελά, σε βαθμό που πλέον μιλάμε για δύο αγορές: των ομάδων της Premier League και των υπολοίπων. Οι αγγλικές ομάδες αγοράζουν πανάκριβα, με αποτέλεσμα να χάνεται η υπεραξία και και μην μπορούν να πουλήσουν. Χαρακτηριστικά, η City έδωσε δανεικούς τους Joe Hart, Samir Nasri και Elliaquim Mangala, και για να το πετύχει αυτό, αναγκάστηκε να καλύψει το 50 με 70 τοις εκατό των συμβολαίων τους, ενώ η Chelsea μετράει 38 (!) δανεικούς, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να τους πουλήσει. Όλος αυτός ο χορός χρημάτων μοιάζει με μια μεγάλη φούσκα, έτοιμη να σκάσει. Και αν πάρουμε ως δεδομένο πως η ιστορία μας μαθαίνει πως δεν μαθαίνουμε ποτέ από εκείνη, η επόμενη Μαύρη Παρασκευή (η μέρα του μεγάλου Κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1939) είναι κάπου στο βάθος. Μέχρι τότε… Καλό μεταγραφικό παζάρι να έχουμε!